πεποιθήσει

πεποιθήσει
πεποίθησις
trust
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
πεποιθήσεϊ , πεποίθησις
trust
fem dat sg (epic)
πεποίθησις
trust
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεποίθηση — η / πεποίθησις, ήσεως, ΝΑ τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”